Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θυννάζω

From LSJ
Revision as of 20:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυννάζω Medium diacritics: θυννάζω Low diacritics: θυννάζω Capitals: ΘΥΝΝΑΖΩ
Transliteration A: thynnázō Transliteration B: thynnazō Transliteration C: thynnazo Beta Code: qunna/zw

English (LSJ)

   A spear a tunny-fish, strike with a harpoon, metaph., ἐς τοὺς θυλάκους Ar.V.1087.

German (Pape)

[Seite 1225] den Thunfisch mit dem Dreizack stechen; übertr., εἴς τι, Ar. Vesp. 1087, Schol. κεντοῦντες ὡς θύννους τοῖς τριόδουσι.

Greek (Liddell-Scott)

θυννάζω: κτυπῶ διὰ «καμακίου» θύννον, «καμακώνω»· μετάφ., κεντῶ, κεντρίζω, θυννάζοντες ἐς τοὺς θυλάκους Ἀριστοφ. Σφ. 1087.

French (Bailly abrégé)

lancer le harpon contre un thon ; fig. εἴς τι contre qch.
Étymologie: θύννος.

Greek Monolingual

θυννάζω (Α) θύννος
1. χτυπώ τόνο με καμάκι, καμακώνω
2. μτφ. κεντρίζω, κεντώ.

Greek Monotonic

θυννάζω: (θύννος), μέλ. -σω, χτυπώ με καμάκι, καμακώνω, σε Αριστοφ.