ἱππαστήρ

From LSJ
Revision as of 07:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαστήρ Medium diacritics: ἱππαστήρ Low diacritics: ιππαστήρ Capitals: ΙΠΠΑΣΤΗΡ
Transliteration A: hippastḗr Transliteration B: hippastēr Transliteration C: ippastir Beta Code: i(ppasth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,= sq., metaph. of the μύωψ, AP5.202 (Asclep.); κημός ib.7.424 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 1258] ῆρος, ὁ, der Reiter, zum Reiten gehörig; μύωψ, κημός, Asclpds. 30 Antp. Sid. 87 (V, 203. VII, 424).

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαστήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ. ΙΙ. Ἀνθολ. Π. 5. 203, 7. 424.

Greek Monolingual

ἱππαστήρ, -ῆρος, ὁ (Α) ιππάζομαι
1. ιππευτής, ιππέας, έφιππος
2. αυτός με τον οποίο ιππεύεται και οδηγείται ο ίππος («ἱππαστὴρ κημός» — το φίμωτρο με το οποίο ιππεύουν και οδηγούν τον ίππο, Ανθ. Παλ.).