ἰτός
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
ή, όν, (εἶμι
A ibo) passable, ὁδός AP7.480 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1274] gangbar, ἡ οὔπω πρὶν ἰτὴ ὁδός Leon. Tar. 68 (VII, 480), ἴτην f. l.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτός: -ή, -όν, (εἶμι) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, διαβατός, Ἀνθ. Π. 7. 480.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
où l’on peut aller, accessible.
Étymologie: εἶμι.
Greek Monolingual
ἰτός, -ή, -όν (Α)
διαβατός, βατός, πορευτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. -ι- του ρ. εἶμι + κατάλ. ρηματ. επιθ. -τος].