κακοποιΐα
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
English (LSJ)
ἡ,
A evil-doing, Arist. Rh.Al.1432a9, Chrysipp.Stoic.2.249: pl., injuries, Isoc.12.122; opp. εὐεργεσίαι, Id.1.26.
German (Pape)
[Seite 1302] ἡ, das Schlechtmachen, Verderben, Isocr. 1, 26, im plur., u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malfaisance ; méfait.
Étymologie: κακοποιός.
Greek Monotonic
κᾰκοποιΐα: ἡ, κακή πράξη, βλαπτική ενέργεια, βλάβη, σε Ισοκρ.