καταείνυον
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. impf. Act. de καταέννυμι.
Greek Monotonic
καταείνυον: Επικ. παρατ. του κατα-έννυμι.