Κερβέριοι

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κερβέριοι Medium diacritics: Κερβέριοι Low diacritics: Κερβέριοι Capitals: ΚΕΡΒΕΡΙΟΙ
Transliteration A: Kerbérioi Transliteration B: Kerberioi Transliteration C: Kerverioi Beta Code: *kerbe/rioi

English (LSJ)

οἱ, Comic form of Κιμμέριοι, read by Crates in Od.11.14 (

   A Κερβερέων Aristarch. (?)), and apptly. by Ar.Ra.187: with a play upon Κέρβερος, cf. EM513.45.

Greek (Liddell-Scott)

Κερβέριοι: οἱ, κωμικὸς τύπος τοῦ Κιμμέριοι, ἀναγινωσκόμ. παρὰ τῷ Κράτ. καὶ κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ. ἐν Ὀδ. Λ. 14 (κατὰ τοὺς Σχολ.), καί, ὡς φαίνεται, παρὰ τῷ Ἀριστοφ. ἐν Βατρ. 187· μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τοῦ Κέρβερος, πρβλ. Μεγ. Ἐτυμολ. 513. 43 (ἔνθα ἴδε Gaisf.).

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
les Kerbéries, autre n. des Cimmériens, SOPH. (EM p. 543.43) ; AR. Ran. 187 (cf. Κιμμέριοι).

Greek Monolingual

Κερβέριοι, οἱ (Α) Κέρβερος
κωμική ονομασία τών Κιμμερίων, με λογοπαικτική αναφορά προς τον Κέρβερο.