κόττος

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόττος Medium diacritics: κόττος Low diacritics: κόττος Capitals: ΚΟΤΤΟΣ
Transliteration A: kóttos Transliteration B: kottos Transliteration C: kottos Beta Code: ko/ttos

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀλεκτρυών, prob. in Ezek.Exag.261, cf. Hsch.; also, horse, Id.    II a river-fish, Arist.HA534a1.    III = κύβος, Cod.Just.1.4.25 (529 A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

κόττος: ὁ, ἀλέκτωρ · καὶ εἶδος ἵππου, Ἡσύχ. ΙΙ. εἶδος ποταμίου ἰχθύος, cottus covio, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 coq, oiseau;
2 chabot, poisson de rivière à grosse tête;
3 = κύβος.
Étymologie: DELG κοττίς.

Greek Monolingual

ο (ΑM κόττος)
νεοελλ.
(ζωολ. γένος τελεόστεων οστεοϊχθύων της οικογένειας cottidae
μσν.-αρχ.
κύβος, ζάρι
αρχ.
1. κόκορας, πετεινός
2. είδος ποτάμιου ψαριού («ἐν τοῑς ποταμοῑς εἰσιν ἰχθύδια ἄττα ὑπὸ ταῑς πέτραις, ἃ καλοῡσί τινες κόττους», Αριστοτ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. κοττίς. Η λ. ως επιστημον. όρος της ζωολ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cottus < κόττος «είδος ποτάμιου ψαριού»].