κτήσιππος

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτήσιππος Medium diacritics: κτήσιππος Low diacritics: κτήσιππος Capitals: ΚΤΗΣΙΠΠΟΣ
Transliteration A: ktḗsippos Transliteration B: ktēsippos Transliteration C: ktisippos Beta Code: kth/sippos

English (LSJ)

ον,

   A possessing horses, pr. n. in Od., cf. Luc.Fug.26.

German (Pape)

[Seite 1519] Pferde besitzend, vgl. Luc. Fugit. 26. – S. Nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

κτήσιππος: -ον, ἔχων ἵππους· κύρ. ὄνομ. ἐν τῇ Ὀδ., πρβλ. Λουκ. Δραπ. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui possède des chevaux.
Étymologie: κτάομαι, ἵππος.

Greek Monolingual

κτήσιππος, -ον (Α)
αυτός που έχει αποκτήσει, που κατέχει ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κτησ- του κτῶμαι (πρβλ. κτήσις) + ἵππος (πρβλ. ζεύξ-ιππος, κρατήσ-ιππος). Η λ. είναι σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος].