μισολάκων
From LSJ
Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ,
A Laconian-hater, Ar.V.1165.
German (Pape)
[Seite 191] ωνος, die Lakonier hassend, Ar. Vesp. 1165.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, ὁ μισῶν τοὺς Λάκωνας, Ἀριστοφ. Σφ. 1165.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui hait les Lacédémoniens.
Étymologie: μισέω, Λάκων.
Greek Monolingual
μισολάκων, -ωνος, ὁ (Α)
αυτός που μισεί τους Λάκωνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + Λάκων.
Greek Monotonic
μῑσολάκων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, αυτός που μισεί τους Λάκωνες, σε Αριστοφ.