μορφοειδής

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοειδής Medium diacritics: μορφοειδής Low diacritics: μορφοειδής Capitals: ΜΟΡΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: morphoeidḗs Transliteration B: morphoeidēs Transliteration C: morfoeidis Beta Code: morfoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of the nature of shape, σχηματισμός Epicur.Nat. 2.8.    II like the human form, Plu.2.335d; μ. τοῦ σώματος ὁμοιότητες ib.735a.

German (Pape)

[Seite 209] ές, gestaltartig, formell, von den Bildern des Epikur, Plut. Symp. 8, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοειδής: -ές, ὁ ἔχων μορφὴν ἢ σχῆμα, Πλούτ. 2. 335D, 733A.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une forme, formel t. de philos.
Étymologie: μορφή, εἶδος.

Greek Monolingual

μορφοειδής, -ές (Α)
1. αυτός του οποίου η φύση, η διάθεση, η ιδιότητα εκφράζεται με τη μορφή του
2. αυτός που έχει μορφή ή σχήμα
3. όμοιος με την ανθρώπινη φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -ειδής].