ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
[Seite 228] dor. = νημερτής, νημέρτεια.
ας (ἡ) :
dor. p. *νημέρτεια;
sincérité, vérité.
Étymologie: νημερτής.
ναμέρτεια, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νημέρτεια.