νηοπόλος

From LSJ
Revision as of 00:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηοπόλος Medium diacritics: νηοπόλος Low diacritics: νηοπόλος Capitals: ΝΗΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: nēopólos Transliteration B: nēopolos Transliteration C: niopolos Beta Code: nhopo/los

English (LSJ)

   A v. ναοπόλος.

Greek (Liddell-Scott)

νηοπόλος: Ἀττ. νᾱοπ-, ον, (νηός, πολέω) ὁ ἐργαζόμενος ἐν τῷ ναῷ, περιποιούμενος ναόν, φύλαξ τοῦ ναοῦ, Ἡσ. Θ. 991, Μανέθων 4. 427· θηλ., Ἀνθ. Π. 1. 16.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prend soin d’un temple, prêtre ou ministre d’un temple.
Étymologie: ναός, πολέω.

Greek Monolingual

νηοπόλος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. ναοπόλος.

Greek Monotonic

νηοπόλος: ὁ, ἡ (νηός, πολέω), Αττ. νᾱοπ-, -ον, αυτός που απασχολείται στο ναό, φύλακας ναού, σε Ησίοδ., Ανθ.