ὀνειδείη

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνειδείη Medium diacritics: ὀνειδείη Low diacritics: ονειδείη Capitals: ΟΝΕΙΔΕΙΗ
Transliteration A: oneideíē Transliteration B: oneideiē Transliteration C: oneideii Beta Code: o)neidei/h

English (LSJ)

ἡ, poet. for

   A ὄνειδος, μεσάτοισιν ὀνειδείην ἐπέλασσε Nic. Al.408.

German (Pape)

[Seite 345] ἡ, poet. = ὄνειδος, Hom. ep. 4, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνειδείη: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ὄνειδος, Ὁμ. Ἐπιγράμμ. 4. 12.

Greek Monolingual

ὀνειδείη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) όνειδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το επίθ. ὀνείδειος (πρβλ. ελεγχείη: έλεγχος)].