ὀπισθίδιος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, = sq., Sophr.50, Call.Dian.151, AP9.482 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 358] = ὀπίσθιος; Callim. Dian. 151; σκέλη, Hinterfüße, Plut. Eum. 11; ὁδός, Agath. 72 (IX, 482).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπισθίδιος: -α, -ον, = τῷ ἑπομ., Καλλίμ. εἰς Ἄρτ. 151, Ἀνθ. Π. 9. 482.
Greek Monolingual
ὀπισθίδιος, -ία, -ον (Α)
οπίσθιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + επίθημα -ίδιος (πρβλ. νοσφ-ίδιος)].