παλιμπροδότης

From LSJ
Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμπροδότης Medium diacritics: παλιμπροδότης Low diacritics: παλιμπροδότης Capitals: ΠΑΛΙΜΠΡΟΔΟΤΗΣ
Transliteration A: palimprodótēs Transliteration B: palimprodotēs Transliteration C: palimprodotis Beta Code: palimprodo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A traitor to both sides, Din.Fr.89.26, D.S.15.91, App.BC5.96.

German (Pape)

[Seite 449] ὁ, der Verräther, der beide Parteien wechselsweise verräth; Din. bei Poll. 6, 164; D. Sic. 15, 91 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμπροδότης: -ου, ὁ, διπλοῦς προδότης, προδότης ἀμφοτέρων τῶν μερῶν, Δείναρχος, παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 164, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96, Διόδ. 15. 91· ― πᾰλιμπροδοσία, ἡ, διπλῆ προδοσία, Πολύβ. 5. 96, 4, Διον. Ἁλ. 8. 32, Διόδ. 15. 91, κτλ.

Greek Monolingual

παλιμπροδότης, ὁ (Α)
αυτός που προδίδει εναλλάξ και τα δύο μέρη, διπλός προδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + προδότης.