πινυτής
From LSJ
English (LSJ)
ῆτος, Dor. ᾶτος, ἡ, = foreg., AP7.490 (Anyt.).
German (Pape)
[Seite 617] ῆτος, ἡ, = πινυτή, Anyte 22 (VII, 490).
Greek (Liddell-Scott)
πῐνῠτής: ῆτος, Δωρ. -ᾶτος, ἡ, = τῷ προηγ., Ἀνθ. Π. 7. 490.
Greek Monolingual
-ῆτος και δωρ. τ. πινυτάς, -ᾱτος, ἡ, Α
βλ. πινυτή.
Greek Monotonic
πῐνῠτής: -ῆτος, Δωρ. -ᾶτος, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ.