σοβαροβλέφαρος

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβᾰροβλέφᾰρος Medium diacritics: σοβαροβλέφαρος Low diacritics: σοβαροβλέφαρος Capitals: ΣΟΒΑΡΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: sobaroblépharos Transliteration B: sobaroblepharos Transliteration C: sovarovlefaros Beta Code: sobaroble/faros

English (LSJ)

ον,

   A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).

German (Pape)

[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).

Greek (Liddell-Scott)

σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος].