σοβαροβλέφαρος
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ον,
A with haughty upraised eyebrows, supercilious, AP5.216 (Paul.Sil.).
German (Pape)
[Seite 912] mit hoffährtig in die Höhe oder zusammen gezogenen Augenlidern, mit stolzen, vornehmen Mienen oder Gebehrden, Paul. Sil. 16 (V, 217).
Greek (Liddell-Scott)
σοβᾰροβλέφᾰρος: -ον, ὁ ἔχων βλέφαρα ὑψωμένα καὶ ὑπερήφανα, δηλ. ὑπερήφανος, γαῦρος, πομπώδης, Ἀνθ. Π. 5. 217.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός του οποίου τα βλέφαρα είναι υψωμένα, δηλ. υπεφήφανος, πομπώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. καλλι-βλέφαρος].