σόβησις
From LSJ
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
English (LSJ)
εως, ἡ,
A agitation, excitement, Plu.2.671f; περί τι ib.286c. 2 v. sq.
German (Pape)
[Seite 912] ἡ, 1) das Scheuchen, Verjagen. – 2) jede heftige Bewegung, Hast, Plut. qu. Rom. 93.
Greek (Liddell-Scott)
σόβησις: ἡ, ταραχή, τάραχος, ἀνακίνησις, περί τι Πλούτ. 2. 286C, 671F.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
allure précipitée, hâte, empressement.
Étymologie: σοβέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ Α σοβῶ
ταραχή, ανακατωσούρα.