σκηνογράφος

From LSJ
Revision as of 20:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

οἷς πρόθεσίς ἐστιν ἀδικεῖν, παρ' αὐτοῖς οὐδὲ δικαία ἀπολογία ἰσχύει → not even a just excuse means anything to those bent on injustice | the tyrant will always find a pretext for his tyranny | any excuse will serve a tyrant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνόγρᾰφος Medium diacritics: σκηνογράφος Low diacritics: σκηνογράφος Capitals: ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: skēnográphos Transliteration B: skēnographos Transliteration C: skinografos Beta Code: skhno/grafos

English (LSJ)

(parox.), ὁ,

   A scene-painter, D.L.2.125.

German (Pape)

[Seite 895] die Schaubühne ausmalend; ὁ σκ., der Theatermaler, Perspectivenmaler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ ζωγραφῶν σκηνάς, Διογ. Λ. 2. 125.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
décorateur de théâtre.
Étymologie: σκηνή, γράφω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
καλλιτέχνης που ασχολείται με τη σκηνογραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -γράφος].

Greek Monotonic

σκηνογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω), αυτός που ζωγραφίζει τα σκηνικά του θεάτρου.