στρεψοδικέω

From LSJ
Revision as of 15:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρεψοδῐκέω Medium diacritics: στρεψοδικέω Low diacritics: στρεψοδικέω Capitals: ΣΤΡΕΨΟΔΙΚΕΩ
Transliteration A: strepsodikéō Transliteration B: strepsodikeō Transliteration C: strepsodikeo Beta Code: streyodike/w

English (LSJ)

   A twist or pervert the right, Ar.Nu.434.

German (Pape)

[Seite 954] das Recht verdrehen, Ar. Nub. 433.

Greek (Liddell-Scott)

στρεψοδῐκέω: διαστρέφω, μεταβάλλω, τροποποιῶ τὸ ὀρθὸν, Ἀριστοφ. Νεφ. 435· καὶ στρεψοδῐκοπᾰνουργία, ἡ, πανουργία ἐν τῇ διαστοφῇ τοῦ δικαίου, ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 1468, ἴδε στρεφοδικοπανουργία.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pervertir la justice.
Étymologie: στρέφω, δίκη.

Greek Monotonic

στρεψοδῐκέω: μέλ. -ήσω (δίκη), διαστρέφω το ορθό, το αληθές, το δίκαιο, μεταχειρίζομαι σοφιστικά τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στρεψοδικέω [στρέφω, δίκη] het recht verdraaien.