στιβάδιον

From LSJ
Revision as of 19:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῐβάδιον Medium diacritics: στιβάδιον Low diacritics: στιβάδιον Capitals: ΣΤΙΒΑΔΙΟΝ
Transliteration A: stibádion Transliteration B: stibadion Transliteration C: stivadion Beta Code: stiba/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στιβάς, Plu.Phil.4, Luc.Tox.31, App.BC1.61.

German (Pape)

[Seite 942] τό, dim. von στιβάς, Plut. Philop. 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στῐβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στιβάς, Πλουτ. Φιλοπ. 4, Λουκ. Τόξ. 31.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de στιβάς.

Greek Monolingual

και στιβάδειον, τὸ, Α στιβάς, -άδος]
υποκορ. μικρή στιβάδαστιβάδιον τι ποιησάμενος καὶ φύλλα ὑποβαλόμενος», Αππ.).

Greek Monotonic

στῐβάδιον: τό, υποκορ. του στιβάς, σε Πλούτ., Λουκ.