συμπεριτυγχάνω

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτυγχάνω Medium diacritics: συμπεριτυγχάνω Low diacritics: συμπεριτυγχάνω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: symperitynchánō Transliteration B: symperitynchanō Transliteration C: symperitygchano Beta Code: sumperitugxa/nw

English (LSJ)

   A fall in with at the same time, τινι v.l. in X.An. 7.8.22.

German (Pape)

[Seite 986] (s. τυγχάνω), mit od. zugleich dabei sein, dazukommen, begegnen, τινί, Xen. An. 7, 8, 22.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτυγχάνω: περιτυγχάνω, συναντῶ ὁμοῦ συγχρόνως, νεανίσκοι τρεῖς κακούργοις συμπεριτυγχάνουσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 44, καὶ διάφ. γραφ. ἐν Ξεν. Ἀν. 7. 8, 22.

French (Bailly abrégé)

se rencontrer avec, rencontrer en même temps.
Étymologie: σύν, περιτυγχάνω.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.

Greek Monolingual

Α περιτυγχάνω
συναντώμαι τυχαία με κάποιον.