ὑπαισχύνομαι

From LSJ
Revision as of 02:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπαισχύνομαι Medium diacritics: ὑπαισχύνομαι Low diacritics: υπαισχύνομαι Capitals: ΥΠΑΙΣΧΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: hypaischýnomai Transliteration B: hypaischynomai Transliteration C: ypaischynomai Beta Code: u(paisxu/nomai

English (LSJ)

[ῡν], Pass.,

   A to be somewhat ashamed, τινά τι of a thing before a person, Pl.La.179c.

German (Pape)

[Seite 1180] pass., sich etwas schämen, Plat. Lach. 179 c, τινά, vor Einem.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαισχύνομαι: Παθ., αἰσχύνομαι κἄπως, τινά τι, ἐντρέπομαι τινὰ διά τι, Πλάτ. Λάχ. 179C.

French (Bailly abrégé)

éprouver un peu de honte ou de confusion.
Étymologie: ὑπό, αἰσχύνομαι.

Greek Monolingual

Α
ντρέπομαι λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + αἰσχύνομαι].

Greek Monotonic

ὑπαισχύνομαι: [ῡ], Παθ., αισχύνομαι, ντρέπομαι κάπως, λίγο, τινάτι, λέγεται για κάτι ενώπιον, μπροστά σε κάποιον, σε Πλάτ.