τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
v. φάω.
see φαίνω.
φάε: Επικ. αντί ἔφαε, γʹ ενικ. προστ. του φάω.