φιλόμβριος

From LSJ
Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

German (Pape)

[Seite 1282] = Folgdem, vom Frosche, Plat. 8 (VI, 43).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la pluie en parl. de plantes.
Étymologie: φίλος, ὄμβρος.

Greek Monolingual

-ον, Α φίλομβρος
(για ζώο) αυτός που του αρέσει η βροχή.