φιλόμβριος
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
German (Pape)
[Seite 1282] = Folgdem, vom Frosche, Plat. 8 (VI, 43).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime la pluie en parl. de plantes.
Étymologie: φίλος, ὄμβρος.