χολαίνω
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
English (LSJ)
A = χολάω, v.l. in Aesop.184 (ii p.263 Chambry).
German (Pape)
[Seite 1362] = χολάω, Aesop. fab. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χολαίνω: χολάω, Αἰσώπου Μῦθοι 197, ἔκδ. Κοραῆ σ. 369, Τζέτζ. 2, 570(;).
Greek Monolingual
ΜΑ
1. υστερώ, είμαι μειονεκτικός
2. είμαι οργισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δ. γρφ. αντί του χολῶ, -άω, κατά τα ρ. σε -αίνω].