μειονεκτικός

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειονεκτικός Medium diacritics: μειονεκτικός Low diacritics: μειονεκτικός Capitals: ΜΕΙΟΝΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: meionektikós Transliteration B: meionektikos Transliteration C: meionektikos Beta Code: meionektiko/s

English (LSJ)

μειονεκτική, μειονεκτικόν, disposed to take too little, opp. πλεονεκτικός, ibid.

Greek (Liddell-Scott)

μειονεκτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ λάβῃ μεῖον τοῦ δέοντος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πλεονεκτικός, Ἱέραξ παρὰ Στοβ. 107. 23.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α μειονεκτικός, -ή, -όν) μειονεκτώ
νεοελλ.
1. αυτός που υστερεί σε σχέση με άλλους ως προς κάτι («βρίσκεται σε θέση μειονεκτική»)
2. συνεκδ. ελαττωματικός, ελλιπής, ατελής, κατώτερος («μειονεκτικά παιδιά»)
αρχ.
αυτός που είναι διατεθειμένος να πάρει λιγότερο από το κανονικό.
επίρρ...
μειονεκτικώς και -ά (Α μειονεκτικῶς)
με μειονεκτικό τρόπο.