ψευδορκέω
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
A swear falsely, Ar.Ec.603 (anap.); distd. fr. ἐπιορκεῖν by Chrysipp.Stoic.2.63.
German (Pape)
[Seite 1395] falsch schwören, meineidig sein; Chrysipp. bei Stob. Floril. 28, 15; Ar. Eccl. 603.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδορκέω: ψευδῶς ὁρκίζομαι, γίνομαι ἐπίορκος, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 603, Χρύσιππ. παρὰ Στοβ. 197. 1· πρός τινα Ἄννα Κομν. 3. 245.