μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Full diacritics: κακᾱγόρος | Medium diacritics: κακαγόρος | Low diacritics: κακαγόρος | Capitals: ΚΑΚΑΓΟΡΟΣ |
Transliteration A: kakagóros | Transliteration B: kakagoros | Transliteration C: kakagoros | Beta Code: kakago/ros |
κακᾱγορία, Dor. for κακηγ-, Pi.O.1.53, P.2.53.
κακαγόρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κακηγόρος.
κακαγόρος: Δωρ. αντί κακηγόρους, αιτ. πληθ. του κατήγορος.