καταπτακών
From LSJ
νῆα μὲν οἵ γε μέλαιναν ἐπ' ἠπείροιο ἔρυσσαν ὑψοῦ ἐπὶ ψαμάθοις, ὑπὸ δ' ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν → they pushed the black ship up over the sand onto dry land and placed long beams under her
German (Pape)
[Seite 1373] einzelner aor. II. zu καταπτήσσω, sich verbergend, Aesch. Eum. 246.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτακών: ἴδε ῥ. καταπτήσσω.
French (Bailly abrégé)
part. ao.2 poét. de καταπτήσσω.
Greek Monotonic
καταπτᾰκών: ποιητ. μτχ. αορ. βʹ του καταπτήσσω.
Russian (Dvoretsky)
καταπτᾰκών: Aesch. part. aor. 2 к καταπτήσσω.