καταρτισμός

Revision as of 07:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ὁ,

   A restoration, reconciliation, Sm.Is.38.12.    II Settling of a limb, Heliod. ap. Orib.49.1.1 (pl.), Sor.1.73 (pl.).    III furnishing, preparation, αὐλῆς PTeb.33.12 (ii B.C.); ἱματίον PRyl. 127.28 (i A.D.).    IV training, discipline, τῶν ἁγίων Ep.Eph.4.12.

German (Pape)

[Seite 1376] ὁ, = κατάρτισις, Einrenkung der Glieder, Medic. – Aussöhnung, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

καταρτισμός: ὁ, ἐπανόρθωσις σχέσεων, ἀποκατάστασις, διαλλαγή, Κλήμ. Ἀλ. 638. ΙΙ. ἡ τοποθέτησις μέλους ἐξαρθρωθέντος, ἀρθρεμβόλησις, ἡ μεταγωγὴ ὀστοῦ ἐκ τοῦ παρὰ φύσιν τόπου εἰς τὸν κατὰ φύσιν, διὰ τομῶν καὶ καταρτισμῶν, Γαλην., Ὀρειβάσ. 135 Mai.

English (Strong)

from καταρτίζω; complete furnishing (objectively): perfecting.

English (Thayer)

καταρτισμου, ὁ, equivalent to κατάρτισις, which see: τίνος εἰς τί, Galen, others.))

Greek Monolingual

ο (AM καταρτισμός) καταρτίζω
1.η συγκρότηση ενός πράγματος η προπαρασκευήκαταρτισμός λόχου»)
2. η απόκτηση γνώσεων, η αγωγή, η μόρφωση («πρὸς τὸν καταρτισμὸν τῶν ἁγίων εἰς ἔργον διακονίας», ΚΔ)
αρχ.
1. επανόρθωση
2. η επαναφορά εξαρθρωμένου μέλους
3. η εδραίωση, η στερέωση
4. η διευθέτηση, ο διακανονισμός.

Russian (Dvoretsky)

καταρτισμός: ὁ NT = κατάρτισις 1.