Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρποφάγος

From LSJ
Revision as of 07:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποφάγος Medium diacritics: καρποφάγος Low diacritics: καρποφάγος Capitals: ΚΑΡΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: karpophágos Transliteration B: karpophagos Transliteration C: karpofagos Beta Code: karpofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον,

   A living on fruit, opp. σαρκοφάγος, παμφάγος, ζῷα Arist.HA488a15, cf. Pol.1256a25, Max.Tyr.35.7.

German (Pape)

[Seite 1329] Früchte essend, von Früchten lebend, Arist. polit. 1, 8 H. A. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

καρποφάγος: -ον, ἔχων ὡς τροφὴν τοὺς καρπούς, τρώγων καρπούς, ἀντίθετον πρὸς τὰς λέξεις ζῳοφάγος, σαρκοφάγος καὶ παμφάγος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 26, Πολιτικ. 1. 8, 5, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se nourrit de fruits.
Étymologie: καρπός, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και -α (Α καρποφάγος, -ον)
αυτός που τρέφεται κυρίως με καρπούς («τὰ μὲν σαρκοφάγα, τὰ δὲ καρποφάγα, τὰ δὲ παμφάγα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + -φάγος (< θ. -φαγ-, πρβλ. -φάγ-ην, παθ. αόρ. β' του ἐσθίω), πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος.

Greek Monotonic

καρποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που ζει τρώγοντας καρπούς, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καρποφάγος: (φᾰ) питающийся плодами (ζῷα Arst.).