κερχαλέος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερχᾰλέος Medium diacritics: κερχαλέος Low diacritics: κερχαλέος Capitals: ΚΕΡΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: kerchaléos Transliteration B: kerchaleos Transliteration C: kerchaleos Beta Code: kerxale/os

English (LSJ)

α, ον,

   A rough, hoarse, βήξ Hp.Epid.7.16; κερχαλέον ὑποσυρίζειν v.l. for κερχναλέον ib.7:—written κερχναλέος, Gal.19.111.

German (Pape)

[Seite 1426] trocken, rauh, heiser, βήξ, Hippocr. u. a. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κερχᾰλέος: -α, -ον, σκληρός, ξηρός, τραχύς, βὴξ Ἱππ. 1215D· κερχαλέον ὑποσυρίζειν ὁ αὐτὸς 1211Ε. ― Παρὰ Γαλ. Λεξ., κερχναλέος.

Greek Monolingual

κερχαλέος, ή κερχναλέος, -α, -ον (Α)
τραχύς, ξερός, βραχνός («βὴξ κερχ[ν]αλέος», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Β. λ. κέρχνος).