κελαινόομαι
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
Pass.,
A grow black or dark, A.Ch.413 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόομαι: γίνομαι κελαινός, μέλας ἢ σκοτεινός, κ. θὴρ Αἰσχύλ. Χο. 413.
Greek Monotonic
κελαινόομαι: Παθ., γίνομαι μαύρος ή σκοτεινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
κελαινόομαι: становиться черным, чернеть, т. е. наполняться ужасом (σπλάγχνα δέ μοι κελαινοῦται πρὸς ἔπος κλυοῦσᾳ Aesch.).