κινδυνευτικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A venturesome, adventurous, Arist.Rh.1367b4.
German (Pape)
[Seite 1439] zum Wagen geneigt, waghalsig, Arist. rhet. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
κινδῡνευτικός: -ή, -όν, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοτ. Ρητ. 1. 9, 29.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui aime le danger.
Étymologie: κινδυνεύω.
Greek Monolingual
κινδυνευτικός, -ή, -όν (Α) κινδυνεύω
αυτός που τείνει προς τις επικίνδυνες ενέργειες, ο ριψοκίνδυνος.
Russian (Dvoretsky)
κινδῡνευτικός: бравирующий опасностями, рискующий собой Arst.