κήομεν
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
(or κείομεν), Ep. for κήωμεν,
A v. καίω.
Greek (Liddell-Scott)
κήομεν: Ἐπικ. ὑποτ. ἀορ. ἀντὶ κήωμεν, ἴδε ἐν λέξ. καίω.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. épq. (p. κήωμεν) sbj. ao. de καίω.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
κήομεν: Επικ. αντί κήωμεν, αʹ πληθ. αορ. αʹ υποτ. του καίω.
Russian (Dvoretsky)
κήομεν: эп. (= κήωμεν) 1 л. pl. conjct. к καίω.