κοναβέω

From LSJ
Revision as of 06:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονᾰβέω Medium diacritics: κοναβέω Low diacritics: κοναβέω Capitals: ΚΟΝΑΒΕΩ
Transliteration A: konabéō Transliteration B: konabeō Transliteration C: konaveo Beta Code: konabe/w

English (LSJ)

(κόναβος) Ep. Verb,

   A resound, clash, ring, esp. of metallic bodies, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Il.15.648, cf. 21.593: late in pres., AP11.144 (Cereal.); re-echo, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν Il.2.334, 16.277; ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Od. 17.542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Hes.Th.840: late in Prose, of a river, Sch.Opp.C.2.145.

German (Pape)

[Seite 1480] tönen, klingen, rasseln; von metallenen Körpern, Il. 15, 648. 21, 593; ertönen, wiederhallen, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ' Ἀχαιῶν 2, 334, vgl. Od. 17, 542; ἀμφὶ δὲ γαῖα σμερδαλέον κονάβησε Hes. Th. 839.

Greek (Liddell-Scott)

κονᾰβέω: (κόναβος) Ἐπικ. ῥῆμ., ἠχῶ, ψοφῶ, ἀντηχῶ, ἀποτελῶ ἦχον, κλαγγήν, ἰδίως ἐπὶ μεταλλικῶν σωμάτων, ἀμφὶ δὲ πήληξ σμερδαλέον κονάβησε Ἰλ. Ο. 648, πρβλ. Φ. 593 (ἴδε κοναβίζω)· ἀντηχῶ, ἀμφὶ δὲ νῆες σμερδαλέον κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ’ Ἀχαιῶν Β. 334., Π. 277· ἀμφὶ δὲ δῶμα σμ. κον. Ὀδ. Ρ. 542· ἀμφὶ δὲ γαῖα σμ. κον. Ἡσ. Θ. 840.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 résonner, retentir;
2 renvoyer l’écho, retentir.
Étymologie: κόναβος.

English (Autenrieth)

aor. κονάβησα: resound, ring, of echoing and of metallic objects, πήληξ, νῆες, δῶμα. (Il. and Od. 17.542.)

Greek Monotonic

κονᾰβέω: μέλ. -ήσω (κόναβος), ηχώ, αντηχώ, συγκρούομαι και κάνω κρότο, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

κονᾰβέω: звенеть, гудеть (πήληξ κονάβησε Hom.; γαῖα κονάβησε Hes.): νῆες κονάβησαν ἀϋσάντων ὑπ᾽ Ἀχαιῶν Hom. корабли загудели в ответ кричащим ахейцам.