κῶμο
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
for κῶμος, barbarism in Ar.Th.1176.
German (Pape)
[Seite 1544] statt κῶμος, sagt der Scythe bei Ar. Th. 1176.
Greek (Liddell-Scott)
κῶμο: ἀντὶ κῶμον, βαρβαρισμὸς ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1176.
Greek Monolingual
κῶμο (Α)
κώμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμικός βαρβαρισμός στον Αριστοφάνη].
Russian (Dvoretsky)
κῶμο: Arph. в произнош. скифа = κῶμος.