παντόφυρτος

From LSJ
Revision as of 01:32, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντόφυρτος Medium diacritics: παντόφυρτος Low diacritics: παντόφυρτος Capitals: ΠΑΝΤΟΦΥΡΤΟΣ
Transliteration A: pantóphyrtos Transliteration B: pantophyrtos Transliteration C: pantofyrtos Beta Code: panto/furtos

English (LSJ)

ον,

   A mixed all to gether, A.Eu.554 (lyr.); cf. πάμφυρτος.

German (Pape)

[Seite 465] = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.

Greek (Liddell-Scott)

παντόφυρτος: -ον, ὁ ὅλος μεμιγμένος, Αἰσχύλ. Εὐμ. 554· πρβλ. πάμφυρτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mêlé de toutes sortes de choses, confus.
Étymologie: πᾶν, φύρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο εξ ολοκλήρου αναμεμιγμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -φυρτος (< φύρω), πρβλ. αιμό-φυρτος].

Greek Monotonic

παντόφυρτος: -ον (φύρω), ολότελα αναμεμειγμένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

παντόφυρτος: смешивающий все вместе Aesch.