παρανόμημα

From LSJ
Revision as of 01:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρανόμημα Medium diacritics: παρανόμημα Low diacritics: παρανόμημα Capitals: ΠΑΡΑΝΟΜΗΜΑ
Transliteration A: paranómēma Transliteration B: paranomēma Transliteration C: paranomima Beta Code: parano/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A unlawful act, transgression, Th.7.18, Chrysipp.Stoic.3.71, Plb.23.10.2 (pl.), Plu.Cat.Mi.47 (pl.), Porph.Abst.1.2 (pl.), POxy.1119.10 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 491] τό, gesetzwidrige Handlung; Thuc. 7, 18; Pol. 24, 8; oft Plut.

Greek (Liddell-Scott)

παρανόμημα: τό, παράνομος πρᾶξις, παράνομος διαγωγή, παράβασις, ἁμαρτία, Θουκ. 7. 18, Πολύβ. 24. 8, 2, Πλουτ. Κάτων Νεώτερ. 47.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
acte contraire à la loi ou à la justice, illégalité, méfait.
Étymologie: παρανομέω.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρανομώ
το αποτέλεσμα του παρανομώ, πράξη αντίθετη με αυτά που ορίζει ο νόμος, ανόμημα, παρανομία.

Greek Monotonic

παρανόμημα: τό, παράνομη πράξη, παρανομία, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρανόμημα: ατος τό противозаконный поступок, беззаконие Thuc., Polyb., Plut.