πολυπρηγμονέω
From LSJ
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
English (LSJ)
Ion. for πολυπραγμονέω.
German (Pape)
[Seite 670] ion. = πολυπραγμονέω.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπρηγμονέω: Ἰων. ἀντὶ πολυπραγμονέω.
French (Bailly abrégé)
ion. c. πολυπραγμονέω.
Greek Monotonic
πολυπρηγμονέω: Ιων. αντί πολυπραγμονέω.
Russian (Dvoretsky)
πολυπρηγμονέω: ион. = πολυπραγμονέω.