προδιαλέγομαι
From LSJ
German (Pape)
[Seite 715] (s. λέγω), vorher mit Einem sprechen; βούλομαι προδιαλεχθῆναι περὶ ἐμαυτοῦ, Isocr. 12, 6; Plut. Fab. 22.
French (Bailly abrégé)
s’entretenir auparavant, parler préalablement : περί τινος de qch.
Étymologie: πρό, διαλέγομαι.
Greek Monotonic
προδιαλέγομαι: Μέσ., με Παθ. αόρ. αʹ, μιλώ ή συζητώ από πριν, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
προδιαλέγομαι: раньше беседовать Isocr., Plut.