πλινθουργός

From LSJ
Revision as of 02:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθουργός Medium diacritics: πλινθουργός Low diacritics: πλινθουργός Capitals: ΠΛΙΝΘΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: plinthourgós Transliteration B: plinthourgos Transliteration C: plinthourgos Beta Code: plinqourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A brickmaker, Pl. Tht.147a, Gal.4.618, etc.

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel machend, als subst. Ziegelstreicher, Plat. Theaet. 147 a.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθουργός: ὁ, ὁ κατασκευάζων πλίνθους, Πλάτ. Θεαίτ. 147Α· -ουργέω, κατασκευάζω πλίνθους, Ἀριστοφ. Πλ. 514· -ουργία, ἡ, ἡ κατασκευὴ πλίνθων, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλινθεία, Ἑβδ. (Ἔξοδ. Εϳ, 8).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
briquetier.
Étymologie: πλίνθος, ἔργον.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τεχνίτης που κατασκευάζει πλίνθους, πλινθοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλ-ουργός].

Greek Monotonic

πλινθουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που κατασκευάζει πλίνθους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθουργός: ὁ кирпичный мастер, кирпичник Arph.