στροβίλη

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στροβῑλη Medium diacritics: στροβίλη Low diacritics: στροβίλη Capitals: ΣΤΡΟΒΙΛΗ
Transliteration A: strobílē Transliteration B: strobilē Transliteration C: strovili Beta Code: strobi/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A plug of lint twisted into an oval shape like a pinecone, Hp.Fist.3.

German (Pape)

[Seite 954] ἡ, eine Wicke von Wundfäden, die länglichrund wie ein Fichtenzapfen, στρόβιλος, zusammengedreht ist, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

στροβίλη: [ῑ], ἡ, μοτὸς ἐκ λίνου περιεστραμμένος εἰς σχῆμα ᾠοειδὲς ὡς κῶνος πίτυος, ὡς φυτῆλι, Ἱππ. 884D κἑξ.· πρβλ. Foës. Oecon.

Greek Monolingual

ἡ, Α
μοτός, ξαντό από λινάρι τυλιγμένος σε σχήμα ωοειδές σαν κώνος πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρόβος «περιστροφή, δίνη» + επίθημα -ίλη (πρβλ. μαρ-ίλη)].