συγκοίμησις

From LSJ
Revision as of 07:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκοίμησις Medium diacritics: συγκοίμησις Low diacritics: συγκοίμησις Capitals: ΣΥΓΚΟΙΜΗΣΙΣ
Transliteration A: synkoímēsis Transliteration B: synkoimēsis Transliteration C: sygkoimisis Beta Code: sugkoi/mhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A a sleeping together, lying with, ἡ τῶν γυναικῶν σ. Pl.R.460b, cf. Phdr.255e; μετὰ τῶν ἐραστῶν D.C.79.13.

German (Pape)

[Seite 968] ἡ, das Zusammen- od. Miteinanderschlafen, der Beischlaf; Plat. Phaedr. 255 e Rep. V, 460 b; μετά τινος, D. C. 79, 13.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοίμησις: -εως, ἡ, τὸ συγκοιμᾶσθαι, κοιμᾶσθαι ὁμοῦ, ἡ τῶν γυναικῶν ξ. Πλάτ. Φαῖδρ. 255Ε, πρβλ. Πολ. 460Β˙ μετά τινος Δίων Κ. 79. 13.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de coucher avec.
Étymologie: συγκοιμάομαι.

Greek Monotonic

συγκοίμησις: ἡ, το να κοιμάται κάποιος μαζί με κάποιον άλλο, συγκοίμισμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

συγκοίμησις: εως ἡ совместное (воз)лежание Plat.