συνοικήτωρ

From LSJ
Revision as of 04:20, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικήτωρ Medium diacritics: συνοικήτωρ Low diacritics: συνοικήτωρ Capitals: ΣΥΝΟΙΚΗΤΩΡ
Transliteration A: synoikḗtōr Transliteration B: synoikētōr Transliteration C: synoikitor Beta Code: sunoikh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, = foreg.,

   A ξ. ἐμοί A.Eu.833.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].

Greek Monotonic

συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).