συγκατατρίβω

From LSJ
Revision as of 08:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρίβω Medium diacritics: συγκατατρίβω Low diacritics: συγκατατρίβω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΙΒΩ
Transliteration A: synkatatríbō Transliteration B: synkatatribō Transliteration C: sygkatatrivo Beta Code: sugkatatri/bw

English (LSJ)

[ῑ],

   A waste completely, Plu.Cleom.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit auftreiben, καὶ διαφθεῖραι τὸν καρπόν, Plut. Cleom. 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρίβω: [ῑ], κατατρίβω ὁμοῦ, Πλουτ. Κλεομ. 26.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].

Russian (Dvoretsky)

συγκατατρίβω: (ῑ) истреблять, уничтожать Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατατρίβω helemaal lens slaan.