συμμιμνήσκομαι

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμιμνήσκομαι Medium diacritics: συμμιμνήσκομαι Low diacritics: συμμιμνήσκομαι Capitals: ΣΥΜΜΙΜΝΗΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: symmimnḗskomai Transliteration B: symmimnēskomai Transliteration C: symmimniskomai Beta Code: summimnh/skomai

English (LSJ)

Pass.,

   A bear in mind along with, ταῦτα συμμέμνησθέ μοι D.46.2.

German (Pape)

[Seite 983] (s. μιμνήσκω), pass., sich zugleich erinnern, συμμέμνησθέ μοι ταῦτα, denkt mir ja daran, Dem. 46, 2, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμμιμνήσκομαι: Παθητ., ἀναμιμνήσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τι Δημ. 1129. 15.

Greek Monolingual

Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.

Greek Monolingual

Α μιμνήσκομαι
αναθυμούμαι μαζί με άλλον.

Greek Monotonic

συμμιμνήσκομαι: Παθ., φέρνω μαζί στη μνήμη μου, σε Δημ.