συμφυγάς

From LSJ
Revision as of 08:54, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφῠγάς Medium diacritics: συμφυγάς Low diacritics: συμφυγάς Capitals: ΣΥΜΦΥΓΑΣ
Transliteration A: symphygás Transliteration B: symphygas Transliteration C: symfygas Beta Code: sumfuga/s

English (LSJ)

άδος, ὁ, ἡ,

   A fellow-exile, E.Ba.1382 (anap.), Th.6.88, X.HG1.2.13.

German (Pape)

[Seite 993] άδος, ὁ, ἡ, Mitvertriebener, Genosse der Flucht oder Verbannung; Eur. Bacch. 1380; Thuc. 6, 88.

Greek (Liddell-Scott)

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, ὁ συμφυγαδευθείς, συνεξόριστος, Εὐρ. Βάκχ. 1382, Θουκ. 6. 88, Ξεν. Ἑλλ. 1. 2, 13.

French (Bailly abrégé)

άδος (ὁ, ἡ)
compagnon ou compagne d’exil.
Étymologie: σύν, φυγάς.

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monolingual

-άδος, ὁ, ἡ, Α
συνεξόριστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + φυγάς «εξόριστος»].

Greek Monotonic

συμφῠγάς: -άδος, ὁ, ἡ, εξόριστος από κοινού με κάποιον, συνεξόριστος, σε Ευρ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμφῠγάς: άδος (ᾰδ) ὁ и ἡ товарищ по изгнанию Eur., Thuc., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφυγάς -άδος, ὁ, ἡ, Att. ook ξυμφυγάς [συμφεύγω] medeballing.