συνδιασκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 04:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

German (Pape)

[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Greek Monolingual

ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.

Russian (Dvoretsky)

συνδιασκέπτομαι: совместно рассматривать, вместе исследовать (τί τινι Plat.).